συνδιαφήμιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνδιαφήμιση | οι | συνδιαφημίσεις |
γενική | της | συνδιαφήμισης* | των | συνδιαφημίσεων |
αιτιατική | τη | συνδιαφήμιση | τις | συνδιαφημίσεις |
κλητική | συνδιαφήμιση | συνδιαφημίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνδιαφημίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνδιαφήμιση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνδιαφήμιση
|