συνδικάτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνδικάτο < γαλλική syndic [περ. 13ος αι.] (υπερασπιστής των δικαιωμάτων μιας κοινότητας, εκπρόσωπος μιας περιοχής), < γαλλική syndicat (ένωση για την υπεράσπιση κοινών συμφερόντων, [από τον 19ο αι.:] επαγγελματικό ή εργατικό σωματείο) < λατινική syndicus (εκπρόσωπος της πόλης) < αρχαία ελληνική σύνδικος (συνήγορος, υπερασπιστής)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνδικάτο ουδέτερο
- ένωση ή κοινοπραξία φυσικών ή νομικών προσώπων για επίτευξη κοινών συμφερόντων και στόχων
- οργάνωση επαγγελματιών ή εργαζομένων ενός επαγγέλματος