συνδικαλιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνδικαλιστικός η συνδικαλιστική το συνδικαλιστικό
      γενική του συνδικαλιστικού της συνδικαλιστικής του συνδικαλιστικού
    αιτιατική τον συνδικαλιστικό τη συνδικαλιστική το συνδικαλιστικό
     κλητική συνδικαλιστικέ συνδικαλιστική συνδικαλιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνδικαλιστικοί οι συνδικαλιστικές τα συνδικαλιστικά
      γενική των συνδικαλιστικών των συνδικαλιστικών των συνδικαλιστικών
    αιτιατική τους συνδικαλιστικούς τις συνδικαλιστικές τα συνδικαλιστικά
     κλητική συνδικαλιστικοί συνδικαλιστικές συνδικαλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνδικαλιστικός < συνδικαλιστής + -ικός[1] (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική syndicaliste[2])

Επίθετο

[επεξεργασία]

συνδικαλιστικός, -ή, -ό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. συνδικαλιστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. συνδικαλιστικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)