συνειδητοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνειδητοποιημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου συνειδητοποιώ
Μετοχή[επεξεργασία]
συνειδητοποιημένος, -η, -ο