συνειρμικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνειρμικά < συνειρμικ(ός) + -ά
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.niɾ.miˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νειρ‐μι‐κά
Επίρρημα[επεξεργασία]
συνειρμικά
- με συνειρμικό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνειρμικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
συνειρμικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (συνειρμικό) του συνειρμικός