συνειρμικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνειρμικός η συνειρμική το συνειρμικό
      γενική του συνειρμικού της συνειρμικής του συνειρμικού
    αιτιατική τον συνειρμικό τη συνειρμική το συνειρμικό
     κλητική συνειρμικέ συνειρμική συνειρμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνειρμικοί οι συνειρμικές τα συνειρμικά
      γενική των συνειρμικών των συνειρμικών των συνειρμικών
    αιτιατική τους συνειρμικούς τις συνειρμικές τα συνειρμικά
     κλητική συνειρμικοί συνειρμικές συνειρμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνειρμικός < συνειρμός + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική associatif[1] [2])

Επίθετο

[επεξεργασία]

συνειρμικός

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. συνειρμικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. συνειρμικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας