συνειρμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνειρμικός < συνειρμός + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική associatif[1] [2])
Επίθετο
[επεξεργασία]συνειρμικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- συνειρμικά
- συνειρμικώς
- συνειρμισμός
- → δείτε τις λέξεις συνειρμός, συν και εἴρω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνειρμικός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ συνειρμικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ συνειρμικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας