συνεκδοχικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνεκδοχικός < συνεκδοχή
Επίθετο
[επεξεργασία]συνεκδοχικός, -ή, ό
- Αυτός που αναφέρεται στην συνεκδοχή, που λέγεται κατά συνεκδοχή.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- συνεκδοχή
- συνεκδοχικά (καθαρεύουσα: συνεκδοχικώς)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνεκδοχικός