συνεκφέρω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνεκφέρω < ελληνιστική κοινή συνεκφέρω
Ρήμα
[επεξεργασία]συνεκφέρω
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνεκφέρω
|