συνεννόησης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
συνεννόησης θηλυκό
- γενική ενικού του συνεννόηση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- συνεννοήσεως (λόγιο)
συνεννόησης θηλυκό