συνεξετάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνεξετάζω < αρχαία ελληνική συνεξετάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

συνεξετάζω (παθητική φωνή: συνεξετάζομαι)

  1. εξετάζω κάποιον μαζί με κάποιον άλλο (εξεταστή ή εξεταζόμενο), την ίδια στιγμή, συγχρόνως
  2. εξετάζω κάτι μαζί με κάτι άλλο, σε συνδυασμό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]