συνεξετάστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνεξετάστρια < συνεξεταστής + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνεξετάστρια θηλυκό
- θηλυκό του συνεξεταστής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνεξετάστρια
|