συνεπίπεδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνεπίπεδος η συνεπίπεδη το συνεπίπεδο
      γενική του συνεπίπεδου της συνεπίπεδης του συνεπίπεδου
    αιτιατική τον συνεπίπεδο τη συνεπίπεδη το συνεπίπεδο
     κλητική συνεπίπεδε συνεπίπεδη συνεπίπεδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνεπίπεδοι οι συνεπίπεδες τα συνεπίπεδα
      γενική των συνεπίπεδων των συνεπίπεδων των συνεπίπεδων
    αιτιατική τους συνεπίπεδους τις συνεπίπεδες τα συνεπίπεδα
     κλητική συνεπίπεδοι συνεπίπεδες συνεπίπεδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνεπίπεδος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

συνεπίπεδος

  1. (γεωμετρία) που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο.
    παράλληλες ονομάζονται οι ευθείες οι οποίες είναι συνεπίπεδες και δεν έχουν κοινό σημείο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]