συνεπαίρνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνεπαίρνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
συνεπαίρνω
- παρασύρω
- φέρνω κάποιον σε κατάσταση έντονης συναισθηματικής έξαρσης