συνεπαγωγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνεπαγωγή < συνεπάγομαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνεπαγωγή θηλυκό
- συμπέρασμα που προκύπτει από δεδομένο ή προηγούμενο συμπέρασμα ή θεώρηση
- (λογική) λογικός δυαδικός τελεστής (πράξη) που δέχεται δύο λογικές προτάσεις και δίνει αποτέλεσμα 'Ψευδής' (false) μόνο όταν η αριστερή πρόταση είναι 'Αληθής' (true) και η δεξιά 'Ψευδής', αλλιώς δίνει 'Αληθής'.
- Συμβολισμός: →, όπως , όπου η p ονομάζεται υπόθεση (ή υποτιθέμενο), η q συμπέρασμα (ή συνεπαγόμενο) και διαβάζεται «αν p, τότε q»[1]. Ισοδυναμεί με την σύνθετη πρόταση: [2][3]
- Συνώνυμο: υποθετική πρόταση[1]
- Υπερώνυμα: λογικό συνδετικό
- Υπώνυμα: συμπέρασμα, υπόθεση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνεπαγωγή
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 Γεώργιος Βούρος (Πάτρα 2002), «Διακριτά Μαθηματικά», σελ. 17. Προσπέλαση 2020-02-28
- ↑ Κωνσταντίνος Τσίχλας, «Διακριτά μαθηματικά - Βασικά στοιχεία λογικής», σελ. 23-25, Department of Informatics at Aristotle University. Προσπέλαση 2020-03-01
- ↑ Πατσάκης Νικόλαος, Παπαδάκης Γεώργιος (Ηράκλειο 2014), «Σύστημα για Επεξεργασία Λογικών Εκφράσεων, 11.9 Συνεπαγωγή και Ισοδυναμία (Material Implication and Equivalence)», σελ.41-42. Προσπέλαση 2020-03-01