συνεπαγόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | συνεπαγόμενος | η | συνεπαγόμενη | το | συνεπαγόμενο |
γενική | του | συνεπαγόμενου | της | συνεπαγόμενης | του | συνεπαγόμενου |
αιτιατική | τον | συνεπαγόμενο | τη | συνεπαγόμενη | το | συνεπαγόμενο |
κλητική | συνεπαγόμενε | συνεπαγόμενη | συνεπαγόμενο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | συνεπαγόμενοι | οι | συνεπαγόμενες | τα | συνεπαγόμενα |
γενική | των | συνεπαγόμενων | των | συνεπαγόμενων | των | συνεπαγόμενων |
αιτιατική | τους | συνεπαγόμενους | τις | συνεπαγόμενες | τα | συνεπαγόμενα |
κλητική | συνεπαγόμενοι | συνεπαγόμενες | συνεπαγόμενα | |||
Συγκρίνετε με την αρχαία κλίση του συνεπαγόμενος. | ||||||
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνεπαγόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνεπαγόμενος, {μτχε|συνεπάγομαι}}, ελληνιστικής μεσοπαθητικής φωνής του αρχαίου συνεπάγω
Μετοχή[επεξεργασία]
συνεπαγόμενος, -η, -ο
- μετοχή ενεστώτα παθητικής φωνής όπως στο συνεπάγεται, από την αρχαία ελληνική συνεπάγομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνεπαγόμενος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
συνεπαγόμενος, -η, -ον
- μετοχή ενεστώτα του συνεπάγομαι, μεσοπαθητική φωνή του ρήματος συνεπάγω
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)