συνεπειοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνεπειοκρατία < συνέπει(α) + -ο- + -κρατία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνεπειοκρατία θηλυκό
- (φιλοσοφία, ηθική) η πεποίθηση ότι η αξιολόγηση των επιλογών πρέπει να γίνεται ανάλογα με το αν οι συνέπειές τους είναι αγαθές ή μη
- ※ Η συνεπειοκρατία πιστεύει ότι η ηθικότητα βασίζεται στις αγαθές ή μη αγαθές συνέπειες μιας πράξης. (…) Αντίθετα με τη συνεπειοκρατία και τη δεοντοκρατία, η αρεταϊκή ηθική δε μας προσφέρει κάποια φόρμουλα σχετικά με το τι πρέπει να πράττουμε σε συγκεκριμένες καταστάσεις. (Βασικοί όροι της νεότερης ηθικής φιλοσοφίας)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- η έννοια της συνεπειοκρατίας συνήθως τίθεται σε σύγκριση με την δεοντοκρατία, κατά την οποία η πράξη κρίνεται ηθική / αγαθή ανάλογα με την ηθικότητα της ίδιας της πράξης και όχι ανάλογα με το αποτέλεσμά της
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνεπειοκρατία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κρατία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Ηθική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)