συνεπιβάτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνεπιβάτης οι συνεπιβάτες
      γενική του συνεπιβάτη των συνεπιβατών
    αιτιατική τον συνεπιβάτη τους συνεπιβάτες
     κλητική συνεπιβάτη συνεπιβάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνεπιβάτης < συν- + επιβάτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνεπιβάτης αρσενικό

  • πρόσωπο που επιβαίνει στο ίδιο μεταφορικό μέσο με άλλο πρόσωπο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]