συνεργάτιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνεργάτιδα οι συνεργάτιδες
      γενική της συνεργάτιδας των συνεργατίδων
    αιτιατική τη συνεργάτιδα τις συνεργάτιδες
     κλητική συνεργάτιδα συνεργάτιδες
Στη γενική πληθυντικού απαντούν και οι τύποι
συνεργάτιδων και συνεργατιδών
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνεργάτιδα < αρχαία ελληνική συνεργάτις + κατάληξη θηλυκού -ιδα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνεργάτιδα θηλυκό

  • θηλυκό του συνεργάτης
    • Η προφεμινιστική φάση του γυναικείου Τύπου οριοθετείται από την εμφάνιση της Εφημερίδος των Κυριών, εκδοτικού εγχειρήματος της Καλλιρρόης Παρρέν και των συνεργατίδων της, το οποίο σηματοδοτεί τη συγκρότηση της φεμινιστικής συνείδησης στην Ελλάδα ξεπερνώντας τη βραχύβια τύχη προηγούμενων προσπαθειών. (*)
    • Η σχέση τους έγινε για πρώτη φορά γνωστή το 2003, όταν ένας από τους βιογράφους του JFΚ αποκάλυψε το μυστικό σε βιβλίο που βασίστηκε σε μαρτυρίες μιας εκ των συνεργάτιδων του αμερικανού προέδρου. (*)
    • Αξίζει να σημειωθεί ότι η σύσταση των συνεργατών του Ρουμπινί -των συνεργατιδών συγκεκριμένα, αφού την υπογράφουν οι αναλύτριες Ντάνια Λι Τσουναρέκ, Τζένιφερ Χσίεχ και Νατάλια Γκουρούσινα- ουδόλως επηρέασε την ισοτιμία του φιορινιού. (*)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]