Μετάβαση στο περιεχόμενο

συνεργός

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η συνεργός οι συνεργοί
      γενική του/της συνεργού των συνεργών
    αιτιατική τον/τη συνεργό τους/τις συνεργούς
     κλητική συνεργέ συνεργοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνεργός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνεργός. Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + -εργός.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /si.neɾˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συνεργός
παλιότερος συλλαβισμός: συνεργός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συνεργός αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
συνεργ- 

 δείτε και τις λέξεις συν και έργο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / συνεργός οἱ/αἱ συνεργοί
      γενική τοῦ/τῆς συνεργοῦ τῶν συνεργῶν
      δοτική τῷ/τῇ συνεργ τοῖς/ταῖς συνεργοῖς
    αιτιατική τὸν/τὴν συνεργόν τοὺς/τὰς συνεργούς
     κλητική ! συνεργέ συνεργοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνεργώ
γεν-δοτ τοῖν  συνεργοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ἰατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνεργός, ήδη τον 6ο αιώνας στον Ιππώνακτα < συν- + -εργός (σύν, ἔργον)

ζητούμενο λήμμα