συνεργός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | συνεργός | οι | συνεργοί |
γενική | του/της | συνεργού | των | συνεργών |
αιτιατική | τον/τη | συνεργό | τους/τις | συνεργούς |
κλητική | συνεργέ | συνεργοί | ||
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνεργός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνεργός. Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + -εργός.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /si.neɾˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νερ‐γός
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐ερ‐γός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνεργός αρσενικό ή θηλυκό
- που συνεργάστηκε, συμμετείχε στο σχεδιασμό ή/και στην εκτέλεση ενός αδικήματος
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
συνεργ-
συνεργ-
- Όροι με συνεργ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- συνεργός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συνεργός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | συνεργός | οἱ/αἱ | συνεργοί |
γενική | τοῦ/τῆς | συνεργοῦ | τῶν | συνεργῶν |
δοτική | τῷ/τῇ | συνεργῷ | τοῖς/ταῖς | συνεργοῖς |
αιτιατική | τὸν/τὴν | συνεργόν | τοὺς/τὰς | συνεργούς |
κλητική ὦ! | συνεργέ | συνεργοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συνεργώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συνεργοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ἰατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- συνεργός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συνεργός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιατρός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συν- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -εργός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)