συνεστίαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνεστίαση < ελληνιστική κοινή συνεστίασις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνεστίαση θηλυκό
- συγκέντρωση ατόμων με κοινά ενδιαφέροντα, χαρακτηριστικά ή ασχολίες (συνάδελφοι, μέλη συλλόγων κ.λπ.), με παράθεση κοινού γεύματος
[επεξεργασία]
- συνεστιάζομαι
- → δείτε τη λέξη εστία