συνεσταλμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνεσταλμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του συστέλλω/συστέλλομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
συνεσταλμένος, -η, -ο
- (για τα μέλη του σώματος) λυγισμένος και μαζεμένος προς το σώμα
- οι νεκροί στο προϊστορικό νεκροταφείο είχαν ενταφιαστεί σε ελαφρώς συνεσταλμένη στάση
Μετοχή[επεξεργασία]
συνεσταλμένος, -η, -ο
- Ο Βασίλης είναι συνεσταλμένο παιδί
[επεξεργασία]
- συστολή
- συνεσταλμένα επίρρημα