συνεταιρίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνεταιρίζομαι < συνέταιρος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.ne.teˈɾi.zo.me/

Ρήμα[επεξεργασία]

συνεταιρίζομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]