συνεφαπτομένη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνεφαπτομένη | οι | συνεφαπτόμενες |
γενική | της | συνεφαπτομένης | των | συνεφαπτομένων |
αιτιατική | τη | συνεφαπτομένη | τις | συνεφαπτόμενες |
κλητική | συνεφαπτομένη | συνεφαπτόμενες | ||
Συχνά, διτυπία στον πληθυντικό: και συνεφαπτομένες. | ||||
Κατηγορία όπως «κατηγορουμένη» - Δείτε: μετακίνηση τόνου στο Παράρτημα |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνεφαπτομένη < συν- + εφαπτομένη, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική cotagente
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνεφαπτομένη θηλυκό
- (μαθηματικά) τριγωνομετρικός αριθμός μιας γωνίας που ισούται με τον λόγο του μήκους της προσκείμενης προς τη γωνία κάθετης πλευράς ορθογωνίου τριγώνου προς το μήκος της απέναντι από αυτήν κάθετης πλευράς ή αλλιώς ως ο αντίστροφος της εφαπτομένης
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κατηγορουμένη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συν- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)