Μετάβαση στο περιεχόμενο

συνεχές ρεύμα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συνεχές ρεύμα τα συνεχή ρεύματα
      γενική του συνεχούς ρεύματος των συνεχών ρευμάτων
    αιτιατική το συνεχές ρεύμα τα συνεχή ρεύματα
     κλητική συνεχές ρεύμα συνεχή ρεύματα
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνεχές ρεύμα < συνεχές + ρεύμα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική direct current)

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

συνεχές ρεύμα ουδέτερο

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]