συνεχές ρεύμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνεχές ρεύμα < συνεχές + ρεύμα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική direct current)
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]συνεχές ρεύμα ουδέτερο
- (ηλεκτρολογία) τύπος ηλεκτρικού ρεύματος που ρέει σταθερά προς μία κατεύθυνση, σε αντίθεση με το εναλλασσόμενο ρεύμα που αλλάζει κατεύθυνση περιοδικά
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνεχές ρεύμα
Κατηγορίες:
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ηλεκτρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)