συνηγορώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνηγορώ < αρχαία ελληνική συνηγορέω < συν + αγορεύω + jω

Ρήμα[επεξεργασία]

συνηγορώ

  1. αγορεύω υπέρ κάποιου κατηγορουμένου στο δικαστήριο ως συνήγορός του (ως δικηγόρος του)
  2. η άποψή μου ταυτίζεται με κάποιου άλλου
    Συνηγορείς δηλαδή με όσα λέει ο Κώστας;
    Συνηγορώ! Πάμε! (συμφωνώ με τους προλαλήσαντες)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]