συνηγορώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνηγορώ < αρχαία ελληνική συνηγορέω < συν + αγορεύω + jω
Ρήμα[επεξεργασία]
συνηγορώ
- αγορεύω υπέρ κάποιου κατηγορουμένου στο δικαστήριο ως συνήγορός του (ως δικηγόρος του)
- η άποψή μου ταυτίζεται με κάποιου άλλου
- Συνηγορείς δηλαδή με όσα λέει ο Κώστας;
- Συνηγορώ! Πάμε! (συμφωνώ με τους προλαλήσαντες)