συνθαυμάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνθαυμάζω < σύν και θαυμάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

συνθαυμάζω (ελληνιστικό ρήμα)

  • θαυμάζω με άλλον μαζί, αλλά και απορώ, ίσως στην έκπληξη να εμπεριεχόταν και κάποια αμφισβήτηση