συνθετικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sin.θe.tiˈka/
Επίρρημα[επεξεργασία]
συνθετικά
- με συνθετικό τρόπο
- (μουσική) από την άποψη της σύνθεσης
- ※ Ταλαντούχος, τόσο συνθετικά όσο και στιχουργικά, ευαίσθητος, γεμάτος πάθος, ο Αττίκ βάζει τη σφραγίδα του στο ελληνικό ρομαντικό τραγούδι. (lifo.gr 2015.04.01.)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- στιχουργικά (από την άποψη της στιχουργικής)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνθετικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
συνθετικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συνθετικό, ουδέτερου γένους του συνθετικός
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
συνθετικά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συνθετικό
- η λέξη επαναπροσδιορίζω έχει τέσσερα συνθετικά: επι-, ανα-, προσ-, και διορίζω