Μετάβαση στο περιεχόμενο

συνθετική έκταση

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνθετική έκταση οι συνθετικές εκτάσεις
      γενική της συνθετικής έκτασης
συνθετικής εκτάσεως
των συνθετικών εκτάσεων
    αιτιατική τη συνθετική έκταση τις συνθετικές εκτάσεις
     κλητική συνθετική έκταση συνθετικές εκτάσεις
Συνήθως στον ενικό.
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνθετική έκταση  δείτε τις λέξεις συνθετικός και έκταση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sin.θe.tiˈci ˈe.kta.si/

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

συνθετική έκταση θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]