συνθηκολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

παραδίδομαι,υποχορώ

Ρήμα[επεξεργασία]

συνθηκολογώ

  • παύω να αντιστέκομαι στον αντίπαλο
    αποφάσισε επιτέλους να συνθηκολογίσει με τον μεγαλύτερό του εχθρό · τον εαυτό του.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]