συνιδιοκτησία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνιδιοκτησία θηλυκό
- η από κοινού ιδιοκτησία ενός πράγματος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνιδιοκτησία