συνοίκια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνοίκια < συνοικέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνοίκια ουδέτερο (μόνο πληθ.)
- γιορτή για την συνένωση των 12 δήμων της Αττικής υπό τον Θησέα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- συνοίκημα
- συνοικητήρ και συνοικήτωρ (συγκάτοικος)
- συνοικία
- και από το συνοικίζω
- συνοίκισις (η σε μία πόλη συνένωση)
- συνοικισμός (κυρίως ο γάμος)
- συνοικιστήρ