συνοδεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνοδεία | οι | συνοδείες |
γενική | της | συνοδείας | των | συνοδειών |
αιτιατική | τη | συνοδεία | τις | συνοδείες |
κλητική | συνοδεία | συνοδείες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνοδεία < ελληνιστική κοινή συνοδεία / συνοδία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.nɔ.ˈði.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνοδεία θηλυκό
- η ενέργεια το ρήματος συνοδεύω, η κίνηση ενός ή περισσότερων ατόμων, οχημάτων, σκαφών κ.λπ., που ακολουθούν, προπορεύονται ή προχωρούν δίπλα σε άλλο άτομο, όχημα κ.λπ., συχνά με σκοπό την προστασία του ή την επίβλεψή του
- τα άτομα, οχήματα, σκάφη κλπ που συνοδεύουν κάποιον ή κάτι
- (μουσική) το παίξιμο μουσικού οργάνου ή συνόλου που συνοδεύει την εκτέλεση μιας κύριας μελωδίας από τραγουδιστή ή σολίστα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
συνοδεία
- Η αρχαία δοτική ενικού της λέξης (συνοδείᾳ) χρησιμοποιείται και σήμερα επιρρηματικά (χωρίς να σημειώνεται η υπογεγραμμένη): με συνοδεία
- Τον μετέφεραν στο δικαστήριο συνοδεία ισχυρής αστυνομικής δύναμης
- Παραδοσιακό έδεσμα της ημέρας του Ευαγγελισμού (...) είναι ο μπακαλιάρος και μάλιστα συνοδεία της γνωστής σκορδαλιάς. (*)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ουσιαστικό
επίρρημα
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | συνοδεία | συνοδεία | συνοδεῖαι |
Γενική | συνοδείας | συνοδείαιν | συνοδειῶν |
Δοτική | συνοδείᾳ | συνοδείαιν | συνοδείαις |
Αιτιατική | συνοδείαν | συνοδεία | συνοδείας |
Κλητική | συνοδεία | συνοδεία | συνοδεῖαι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνοδεία < συνοδεύω + -εία < αρχαία ελληνική σύνοδος (=συνοδοιπόρος) < σύν + ὁδός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνοδεία θηλυκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -εία (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή