συνοδευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνοδευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συνοδεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
συνοδευμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη συνοδεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνοδευμένος
|