Μετάβαση στο περιεχόμενο

συνοικώ

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: συνοικῶ

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνοικώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνοικῶ, συνηρημένος τύπος του συνοικέω. Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + οικώ

συνοικώ, πρτ.: συνοικούσα, αόρ.: συνοίκησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]