συνολικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνολικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]συνολικός, -ή, -ό
- που αφορά στο σύνολο και όχι μόνο σε ένα μέρος
- πρέπει να βρεθεί μια συνολική λύση στο οικονομικό μας πρόβλημα
- που εκφράζει ένα άθροισμα
- η συνολική δαπάνη μαζί με το ΦΠΑ και τα μεταφορικά ανέρχεται σε 1000 ευρώ