συνολικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνολικός η συνολική το συνολικό
      γενική του συνολικού της συνολικής του συνολικού
    αιτιατική τον συνολικό τη συνολική το συνολικό
     κλητική συνολικέ συνολική συνολικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνολικοί οι συνολικές τα συνολικά
      γενική των συνολικών των συνολικών των συνολικών
    αιτιατική τους συνολικούς τις συνολικές τα συνολικά
     κλητική συνολικοί συνολικές συνολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνολικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

συνολικός, -ή, -ό

  1. που αφορά στο σύνολο και όχι μόνο σε ένα μέρος
    πρέπει να βρεθεί μια συνολική λύση στο οικονομικό μας πρόβλημα
  2. που εκφράζει ένα άθροισμα
    η συνολική δαπάνη μαζί με το ΦΠΑ και τα μεταφορικά ανέρχεται σε 1000 ευρώ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]