συνομήλικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνομήλικος η συνομήλικη το συνομήλικο
      γενική του συνομήλικου της συνομήλικης του συνομήλικου
    αιτιατική τον συνομήλικο τη συνομήλικη το συνομήλικο
     κλητική συνομήλικε συνομήλικη συνομήλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνομήλικοι οι συνομήλικες τα συνομήλικα
      γενική των συνομήλικων των συνομήλικων των συνομήλικων
    αιτιατική τους συνομήλικους τις συνομήλικες τα συνομήλικα
     κλητική συνομήλικοι συνομήλικες συνομήλικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνομήλικος < ελληνιστική συνομῆλιξ

Επίθετο[επεξεργασία]

συνομήλικος

  • που έχει την ίδια ηλικία με το άτομο στο οποίο αναφέρεται

Μεταφράσεις[επεξεργασία]