Μετάβαση στο περιεχόμενο

συνομιλητής

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνομιλητής οι συνομιλητές
      γενική του συνομιλητή των συνομιλητών
    αιτιατική τον συνομιλητή τους συνομιλητές
     κλητική συνομιλητή συνομιλητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνομιλητής < συνομιλώ + -τής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συνομιλητής αρσενικό (θηλυκό: συνομιλήτρια)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]