συνομιλητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνομιλητής αρσενικό (θηλυκό: συνομιλήτρια)
- το δεύτερο πρόσωπο που συμμετέχει σε μια συνομιλία ή διάλογο
- δεν είναι καλός συνομιλητής γιατί διακόπτει συνέχεια
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνομιλητής