συνομιλητής
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνομιλητής αρσενικό (θηλυκό: συνομιλήτρια)
- το δεύτερο πρόσωπο που συμμετέχει σε μια συνομιλία ή διάλογο
- δεν είναι καλός συνομιλητής γιατί διακόπτει συνέχεια
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνομιλητής