συνουσία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνουσία οι συνουσίες
      γενική της συνουσίας των συνουσιών
    αιτιατική τη συνουσία τις συνουσίες
     κλητική συνουσία συνουσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πράξη συνουσίας σε τοιχογραφία της Πομπηίας.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνουσία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνουσία[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.nuˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νου‐σί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνουσία θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνουσία < συνοῦσα < σύνειμι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνουσία θηλυκό και ξυνουσίᾳ

  1. η κοινωνική συνεύρεση
  2. η παρέα, η συντροφιά