συνουσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνουσία | οι | συνουσίες |
γενική | της | συνουσίας | των | συνουσιών |
αιτιατική | τη | συνουσία | τις | συνουσίες |
κλητική | συνουσία | συνουσίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνουσία < αρχαία ελληνική συνουσία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνουσία θηλυκό
- η σεξουαλική πράξη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνουσία
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνουσία θηλυκό και ξυνουσίᾳ