συνοφρυώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνοφρυώνομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνοφρυ(οῦμαι) + -ώνομαι, συνηρημένος τύπος του συνοφρυόομαι < συν- + ὀφρύς
Ρήμα[επεξεργασία]
συνοφρυώνομαι, π.αόρ.: συνοφρυώθηκα, μτχ.π.π.: συνοφρυωμένος (αποθετικό ρήμα)
- μαζεύω τα φρύδια μου και εκφράζω μ’ αυτόν τον τρόπο διάφορα συναισθήματα (θυμό, απογοήτευση, δυσαρέσκεια κ.ά.)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- συνοφρυωμένος
- συνοφρύωση
- → δείτε τη λέξη φρύδι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συν- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς ενεργητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)