συνοψίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνοψίζω < αρχαία ελληνική συνοψίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

συνοψίζω (παθητική φωνή: συνοψίζομαι)

  • εκθέτω συνοπτικά, συγκεφαλαιώνω
    Mπορώ να συνοψίσω τις απόψεις μου στα εξής τρία σημεία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνοψίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

συνοψίζω