συντάκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συντάκτης < σύνταξη κειμένου
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συντάκτης αρσενικό ή θηλυκό
- το άτομο που ασχολείται με τη σύνταξη κειμένου είτε μικρής έκτασης και εντός συγκεκριμένου πλαισίου (π.χ. ο συντάκτης μιας προκήρυξης), είτε συστηματικά και καθημερινά ως επαγγελματίας (ο,η δημοσιογράφος)
[επεξεργασία]
- ασύνταχτο κείμενο
- ασυνταξίες
- σύνταξη
- εσωτερικός συντάκτης
- αρχισυντάκτης