συντάκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συντάκτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συντάκτης[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συντάκτης αρσενικό ή θηλυκό και (θηλυκό συντάκτρια)
- (επάγγελμα) το άτομο που ασχολείται με τη σύνταξη κειμένου είτε μικρής έκτασης και εντός συγκεκριμένου πλαισίου (π.χ. ο συντάκτης μιας προκήρυξης), είτε συστηματικά και καθημερινά ως επαγγελματίας (ο,η δημοσιογράφος)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ συντάκτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)