Μετάβαση στο περιεχόμενο

συντέλεση

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: συντέλεια
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συντέλεση οι συντελέσεις
      γενική της συντέλεσης* των συντελέσεων
    αιτιατική τη συντέλεση τις συντελέσεις
     κλητική συντέλεση συντελέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συντελέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συντέλεση < ελληνιστική κοινή συντέλεσις[1] < αρχαία ελληνική συντελέω / συντελῶ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συντέλεση θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. συντέλεσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.