συντίθημι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
συντίθημι
- θέτω ομού, τοποθετώ μαζί, προσθέτω μεταξύ τους, συνδυάζω, συνθέτω, συνάπτω, συναρμόζω, σχηματίζω, οικοδομώ, συγγράφω, επινοώ, μηχανεύομαι, περιλαμβάνω
- (μέση φωνή) συντίθεμαι: στοχάζομαι, κάνω συμφωνία, υποστηρίζω, συμφωνώ, παίρνω το μέρος κάποιου, προσθέτω τις δυνάμεις μου στις δικές του
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Ως παθητικό χρησιμοποιείτο συχνότερα το σύγκειμαι, που σήμαινε κατασκευάζομαι, αποτελούμαι, σχηματίζομαι, δημιουργούμαι, συντίθεμαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- σύνθεσις
- συνθέτης (στην αρχ. κυρίως ο συγγραφέας)
- συνθετικός (στην αρχ. ο έμπειρος στη σύνθεση, ο δημιουργικός)
- σύνθετος
- συνθήκη
- σύνθημα