Μετάβαση στο περιεχόμενο

συνταιριάζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνταιριάζω < συν- + ταιριάζω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sin.deɾˈʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συνταιριάζω
παλιότερος συλλαβισμός: συνταιριάζω

συνταιριάζω, αόρ.: συνταίριασα, παθ.φωνή: συνταιριάζομαι, π.αόρ.: συνταιριάστηκα, μτχ.π.π.: συνταιριασμένος

  • συνδυάζω μεταξύ τους ανόμοια πράγματα, πρόσωπα ώστε να δίνουν αρμονικό αποτέλεσμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη ταίρι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]