συνταξιοδοτηθείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
συνταξιοδοτηθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συνταξιοδοτούμαι
- θα συνταξιοδοτηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συνταξιοδοτούμαι