συνταυτίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνταυτίζω < συν- + ταυτίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική s'identifier)

Ρήμα[επεξεργασία]

συνταυτίζω (παθητική φωνή: συνταυτίζομαι)

  • ταυτίζω κάποιον ή κάτι με κάποιον άλλον ή κάτι άλλο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]