συντελεστής τριβής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συντελεστής τριβής < → δείτε τις λέξεις συντελεστής και τριβή

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

συντελεστής τριβής αρσενικό

  • (φυσική, μηχανολογία) μία σταθερά άνευ μονάδων εξαρτημένη από το είδος των επιφανειών που βρίσκονται σε επαφή, ανεξάρτητα του εμβαδού αυτών, αλλά και από το είδος της υφιστάμενης τριβής, (στατική, ολίσθησης, κύλισης), όπου και χαρακτηρίζεται αντίστοιχα. (Χρειάζεται απλούστευση)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]