συντηρημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συντηρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συντηρώ
Μετοχή[επεξεργασία]
συντηρημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη συντηρώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συντηρημένος
|