συντηρητικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- συντηρητικά: πληθυντικός αριθμός του συντηρητικό < ουδέτερο του συντηρητικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συντηρητικά ουδέτερο στον πληθυντικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συντηρητικό (περιληπτικό)
- ↪ Πάρε κάτι φρέσκο καλύτερα γιατί αυτό εδώ είναι γεμάτο συντηρητικά.
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- συντηρητικά < συντηρητικ(ός) + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]συντηρητικά
- με συντηρητικό τρόπο
- ↪ σκέφτεται πολύ συντηρητικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επίρρημα
Ετυμολογία 3
[επεξεργασία]- συντηρητικά: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]συντηρητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συντηρητικό