συντηρητικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συντηρητικό τα συντηρητικά
      γενική του συντηρητικού των συντηρητικών
    αιτιατική το συντηρητικό τα συντηρητικά
     κλητική συντηρητικό συντηρητικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συντηρητικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συντηρητικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συντηρητικό ουδέτερο συνήθως στον πληθυντικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

συντηρητικό