Μετάβαση στο περιεχόμενο

συντηρητικό

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συντηρητικό τα συντηρητικά
      γενική του συντηρητικού των συντηρητικών
    αιτιατική το συντηρητικό τα συντηρητικά
     κλητική συντηρητικό συντηρητικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συντηρητικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συντηρητικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συντηρητικό ουδέτερο συνήθως στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

συντηρητικό